μουλαρίου

μουλαρίου
μουλάριον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • αλογομούλαρο — το 1. άλογο που έχει ιδιότητες μουλαριού, δηλ. αντοχή σε φορτίο, πορεία ή ανάβαση σε ορεινούς τόπους 2. στον πληθ. τα αλογομούλαρα άλογα και μουλάρια μαζί· [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μουλάρι] …   Dictionary of Greek

  • αστράβη — η (AM ἀστράβη) αρχ. μσν. 1. το σαμάρι του μουλαριού 2. ο σκελετός του σαμαριού 3. το μουλάρι νεοελλ. εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους. αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η …   Dictionary of Greek

  • γομαριά — η [γομάρι] φορτίο γαϊδουριού ή αλόγου ή μουλαριού …   Dictionary of Greek

  • ημιονίς — ἡμιονίς, ίδος, ἡ (Α) [ημίονος] η κοπριά τού μουλαριού …   Dictionary of Greek

  • μουλαράς — ο 1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός 2. ιδιοκτήτης μουλαριών 3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ άς, ψωμ άς)] …   Dictionary of Greek

  • μουλαροφόρτι — το φόρτωμα μουλαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + φορτίο (πρβλ. αλογο φόρτι)] …   Dictionary of Greek

  • απογέρνω — όγειρα, ογερμένος 1. γέρνω ελαφρά προς κάποιο μέρος, κλίνω: Το φορτίο του μουλαριού απογέρνει λίγο δεξιά. 2. γέρνω οριστικά, εντελώς στο ένα μέρος: Τα στάρια με τη χθεσινή βροχή απόγειραν πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπίστρωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καπιστρώνω, η τοποθέτηση του καπιστριού: Δύο λεπτά θέλω για το καπίστρωμα του μουλαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουλάρι — το θηλ. λάρα το νεαρό του γαϊδάρου, του αλόγου ή του μουλαριού, αλλ. πώλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”